- φορτισμένος
- η, ο[ν] эл. заряженный, заряжённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
χωρητικότητα — Μέτρο της ικανότητας ενός μη ελαστικού περιβλήματος να περιέχει αέρια, υγρά ή άνυδρα στερεά, τα οποία παίρνουν το σχήμα του δοχείου που τα περιέχει. Στην πράξη η χ. ενός δοχείου συμπίπτει με τον εσωτερικό του όγκο. Στο δεκαδικό μετρικό σύστημα, η … Dictionary of Greek
ηλεκτρικός άνεμος — Φαινόμενο που εκδηλώνεται όταν ένας αγωγός –που καταλήγει σε ακίδα– είναι φορτισμένος με ηλεκτρισμό, ως συνέπεια της πυκνότητας του φορτίου που είναι αντιστρόφως ανάλογη της ακτίνας καμπυλότητας του αγωγού. Στην άκρη του αγωγού η πυκνότητα του… … Dictionary of Greek
ηλεκτροθετικός — ή, ό φυσ. 1. αυτός που είναι φορτισμένος με θετικό ηλεκτρισμό 2. ο χαρακτηρισμός τού πόλου γαλβανικού στοιχείου ο οποίος παρέχει θετικό ηλεκτρισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. electropositive < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) +… … Dictionary of Greek
πυρηνική σύντηξη — Αντίδραση στην οποία πυρήνες που διαθέτουν υψηλότατη ενέργεια συγκρούονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να ανακαταταγούν τα αντίστοιχα νουκλεόνιά τους (πρωτόνια και νετρόνια), σχηματίζοντας δύο ή περισσότερα προϊόντα αντίδρασης, και να… … Dictionary of Greek
φορτίζομαι — φορτίζομαι, φορτίστηκα, φορτισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ηλεκτραρνητικός — ή, ό ο φορτισμένος με αρνητικό φορτίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φορτίζω — φόρτισα, φορτίστηκα, φορτισμένος 1. φορτώνω. 2. γεμίζω: Η μπαταρία δεν είναι φορτισμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)